- ψυχικάρης
- -α, -ικο, Ν1. φιλεύσπλαγχνος2. ειρων. (για γυναίκα) αυτή που παραδίνεται εύκολα σε άνδρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχικό + κατάλ. -άρης (πρβλ. λυσσ-άρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχικάρης, -α, -ικο — αυτός που κάνει ψυχικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek